- χυμώδης
- χῡμ-ώδης, ες,A like juice, juicy, Sch.Nic.Th.733.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χυμώδης — ες / χυμώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χυμός] 1. γεμάτος χυμό, εύχυμος, ζουμερός («χυμώδεις καρποί») 2. όμοιος με χυμό στη σύσταση νεοελλ. 1. νόστιμος, εύγευστος 2. μτφ. (ιδίως για γυναίκα) ευτραφής … Dictionary of Greek
χυμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο γεμάτος χυμό. 2. ο όμοιος με χυμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυμωδέστερον — χυμώδης like juice adverbial comp χυμώδης like juice masc acc comp sg χυμώδης like juice neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυμώδει — χυμώδης like juice masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χυμώδης like juice masc/fem/neut dat sg χυμώδεϊ , χυμώδης like juice dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυμώδη — χυμώδης like juice neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χυμώδης like juice masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χυμώδης like juice masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυμῶδες — χυμώδης like juice masc/fem voc sg χυμώδης like juice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυμώδους — χυμώδης like juice masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
άζουμος — η, ο [ζουμί] αυτός που δεν περιέχει ζωμό ή χυμό, ο μη χυμώδης, ξερός … Dictionary of Greek
έγχυλος — ἔγχυλος, ον (Α) 1. χυμώδης, ζουμερός 2. αυτός που δεν έχει αποξηρανθεί 3. (για αβγό βραστό) μελάτος … Dictionary of Greek
έγχυμος — η, ο (AM ἔγχυμος, ον) αυτός που έχει χυμό, χυμώδης … Dictionary of Greek